Μια φορά κι έναν καιρό ήταν οι άνθρωποι, που ζούσαν με μανία, έτρεχαν να προλάβουν,να χτίσουν, να κερδίσουν, να κατακτήσουν, να μεγαλουργήσουν. Οι μεγάλοι διέταζαν και οι μικροί υπέμεναν, οι σκληροί πολεμούσαν και οι καταπιεσμένοι ονειρεύονταν. Και μετά ήρθε ένα τέρας στρογγυλό, με πλοκάμια σε σχήμα καραμούζας, που ήταν αόρατο και πονηρό. Και οι τρανοί μίλησαν και οι άνθρωποι που ζούσαν με μανία έπρεπε να μείνουν στα φρούριά τους και να πάψουν να ζουν με μανία.
Το δικό μου φρούριο είναι μικρό και το μοιράζομαι με τρία αγαπημένα πλάσματα, ένα μεγάλο ανθρώπινο και δύο μικρά με φουντωτές ουρές. Του μεγάλου τα μαλλιά μάκραιναν, των μικρών όχι. Μα το φρούριό μας έχει μεγάλη βεράντα και εκεί περνούσα τις περισσότερες ώρες,να παρατηρώ τα πλάσματα της φύσης που υπόκεινται στους δικούς της νόμους και δεν τα άγγιξαν οι αποφάσεις των τρανών. Που με την άνοιξη οργίασαν και ξεκίνησαν να ζουν με τη δική τους ενστικτώδη μανία.
Το ξέρετε ότι τα μικρά μυρμήγκια ξεστρατίζουν σαν παιδάκια σε σχολική εκδρομή κι έρχεται το μεγάλο κάθε τόσο να τα επαναφέρει στη σειρά; Ότι τα περιστέρια αγαπούν με πάθος και μπλέκονται συνέχεια σε ερωτικά τρίγωνα; Ότι τα σκαθαράκια μπορούν να παριστάνουν για πολλή ώρα πως ψόφησαν μπρος στην απειλή και οι λιβελούλες τρελαίνονται για το κόκκινο χρώμα; Το ξέρετε πως οι πανέμορφες καρακάξες κάνουν μισή στροφή μόλις ακούσουν δυνατό θόρυβο και οι μέλισσες έχουν δυο δάχτυλα για να ανοίγουν τους στήμονες του λουλουδιού;
Μέσα στον εγκλεισμό στο φρούριο, που οι τρανοί το ονόμασαν “καραντίνα” , σαν από υποσυνείδητο μιμητισμό απέναντι στο αόρατο τέρας που έβαλε τις ζωές μας σε παύση, δεν κατάφερνα να ολοκληρώσω τίποτα με το οποίο καταπιανόμουν. Κι έτσι μείναν βιβλία ανολοκλήρωτα με τσακισμένες σελίδες, σειρές και ταινίες με το “pause” πατημένο, ποιήματα και ζωγραφιές μισοτελειωμένα.
Κατάφερα, όμως, πρώτη φορά στη ζωή μου να φτιάξω τον δικό μου μικρό κηπάκο, με φυτά που τα έπιασα στα χέρια μου μωρούλια κι έμαθα πολλά απ’ το μεγάλωμα και τη φροντίδα τους. Απαιτούν μόνο αγάπη και νερό, αναπτύσσονται σαν τρελά, δεν πτοούνται με τίποτα και έχουν αστείρευτη δίψα για ζωή. Παρατηρώντας τη φύση, γνώρισα το θράσος και την ευγένειά της, την υπέροχη αρμονία και την τελειότητά της, μα πάνω απ’ όλα θαύμασα το σπουδαιότερο...το ατέρμονο πείσμα της!
Τη δυνατότητα να αναπροσαρμόζεσαι, να διεκδικείς όταν πρέπει, να στρίβεις όταν χρειάζεται, να βγάζεις ρίζα παραδίπλα μόλις συναντήσεις πέτρα, να σκύβεις στον αέρα, να τον προσκυνάς.
Γιατί, κατά Αριστοτέλη, στη φύση τίποτα δεν είναι μάταιο. Κι ίσως ο άνθρωπος με τη μανιώδη ματαιότητα των πράξεών του, ξέχασε πως είναι κομμάτι της και διέπραξε ύβρι. Γι’ αυτό σαν τιμωρία θα μένει κάθε φορά στο φρούριό του για να παίρνει μαθήματα απ’ τα σοφά πλάσματά της και να σκέφτεται τα λάθη του. Τώρα που τελειώνει όλο αυτό που οι τρανοί το ονόμασαν “καραντίνα”, υπάρχουν στιγμές που φοβάμαι να κάνω επανεκκίνηση. Φοβάμαι πως ίσως ξανακάνουμε τα ίδια λάθη και πως δεν θα έχουμε πολλές ευκαιρίες ακόμα. Μα έπειτα, σκέφτομαι πως τώρα ,που ίσως με έναν τρόπο εξαγνιστήκαμε, θα θυμηθούμε την καταγωγή μας και ως γνήσιο κομμάτι της φύσης, με όπλο το ένστικτο και το πείσμα, θα τα καταφέρουμε. Κι αν το αόρατο τέρας, που, όπως είπαν οι τρανοί “θα ζει πια μαζί μας”, μας απειλήσει ξανά δυνατότερο, να κοιτάμε τα λουλούδια στα μπαλκόνια μας για να μας υπενθυμίζουν πως στο τέλος η ζωή θα νικήσει...
Comments